- αναζύμωσις
- (-εως) η1) повторное смешивание, перемешивание; 2) новое брожение ,
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀναζύμωσις — fermentation fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναζύμωση — η (Α ἀναζύμωσις) [ἀναζυμώνω] ζύμωση, φούσκωμα νεοελλ. το εκ νέου ζύμωμα, ξαναζύμωμα ή απλώς ζύμωμα … Dictionary of Greek
ἀναζυμώσεως — ἀναζυμώσεω̆ς , ἀναζύμωσις fermentation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)